- σχοινισμός
- ο, ΝΑμέθοδος καταμέτρησης τμήματος γης με σχοινίαρχ.1. το τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με αυτόν τον τρόπο, σχοίνισμα*2. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο τενώνονταν το σώμα τού βασανιζομένου με σχοινιά ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη τού σώματος του ή, κατ' άλλους, περίφραξη με σχοινιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ισμός, μέσω αμάρτυρου *σχοινίζω (πρβλ. περι-σχοινίζω: περι-σχοινισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.